Lattoferrina 200mg
Η λακτοφερίνη (ή λακτοτρανσφερίνη) είναι μια γλυκοπρωτεΐνη με αντιμικροβιακή δράση και με κύριο ρόλο τη μεταφορά σιδήρου. Ανακαλύφθηκε από τον Sorensen στο αγελαδινό γάλα (1939), και πρόσφατα επανεκτιμήθηκε για τις αντιοξειδωτικές, ανοσορυθμιστικές και αντιμολυσματικές του ιδιότητες.
Η λακτοφερίνη φυσιολογικά υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα, στο φλεβικό πλάσμα με υψηλότερες συγκεντρώσεις όμως στο πρωτόγαλα. Χαρακτηριστικό του γάλακτος, όπως υποδηλώνει το όνομα, η λακτοφερίνη υπάρχει επίσης σε διάφορες βλεννώδεις εκκρίσεις, όπως τα δάκρυα και το σάλιο.
Πιο άφθονη στο πρωτόγαλα από το γάλα μετάβασης και συντήρησης, η λακτοφερίνη είναι επίσης χαρακτηριστική των κοκκιοκυττάρων ουδετερόφιλων, ανοσοκύτταρα με αμυντικές λειτουργίες ενάντια των βακτηριακών και μυκητιασικών λοιμώξεων. Συναντάται στο μητρικό γάλα σε πολύ μεγάλη συγκέντρωση και αυτός είναι ο κυριότερος παράγοντας προστασίας και ανάπτυξης της καλής εντερικής χλωρίδας στα νεογνά, με άμεση ανταπόκριση την καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Οι αντιμικροβιακές ιδιότητες της λακτοφερίνης οφείλονται κυρίως στην ικανότητα δέσμευσης του σιδήρου, απομακρύνοντας τον από το μεταβολισμό αυτών των βακτηριακών ειδών – όπως το Escherichia coli – που εξαρτώνται από αυτόν για τον πολλαπλασιασμό και την προσκόλλησή τους στο εντερικό βλεννογόνο (βακτηριοστατική επίδραση). Ουσιαστικά δεσμεύει τον ελεύθερο σίδηρο και δεν αφήνει να συγκολληθεί με τα βακτηρία τα οποία χρειάζονται τον σίδηρο για να αναπτυχτούν και να αναπαραχθούν. Απομακρύνοντας το σίδηρο από τα βακτηρία το διαθέτει για σημαντικές λειτουργιές προς όφελος μας, η κυριότερη των οποίων είναι η τροφοδοσία όλων των κυττάρων με οξυγόνο.
Έχει επίσης άμεση αντιβακτηριδιακή (βακτηριοκτόνο) δράση, χάρη στην ικανότητα δημιουργίας βλάβης στων εξώτατων στρωμάτων της κυτταρικής μεμβράνης (LPS) ορισμένων αρνητικών κατά GRAM βακτηριακών ειδών.
Η αντιική δράση της λακτοφερίνης σχετίζεται με την ικανότητά της να συνδέεται με τις γλυκοζαμινογλυκάνες της μεμβράνης του πλάσματος, εμποδίζοντας την είσοδο του ιού και διακόπτει την λοίμωξη ήδη στη γέννηση της. Ο μηχανισμός αυτός εμφανίστηκε αποτελεσματικός ενάντια στο Herpes Simplex, στον κυτταρομεγαλοϊό ( CMV), τον HIV, και πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι δρα ενάντια και στον ιό του Covid.
Μια άλλη ικανότητα της λακτοφερίνης είναι να δεσμεύει τα ιόντα του σιδήρου (Fe3 +), ικανότητα δύο φορές υψηλότερη από την τρανσφερίνη, κύρια πρωτεΐνη του πλάσματος που είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά σιδήρου στην κυκλοφορία του αίματος (και οι δύο αποτελούν μέρος της ίδιας οικογένειας πρωτεϊνών – που ονομάζονται τρανσφερίνες – ικανές να δεσμεύουν και να μεταφέρουν τα ιόντα Fe3 +) ,ισχυρότερη όμως αποδείχτηκε η λακτοφερίνη.
Ισχυρή χλωρίδα είναι ίσον καλό ανοσοποιητικό σύστημα
Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η λακτοφερίνη έχει ενδιαφέρουσες αντιμολυσματικές, ανοσορυθμιστικές και προαγωγικές ιδιότητες για μια ισχυρή εντερική χλωρίδα. Κατά τη διάρκεια αντιβιοτικών θεραπειών, η λακτοφερίνη μπορεί αφενός να αυξήσει την ευαισθησία των βακτηρίων σε φαρμακευτικές θεραπείες και αφετέρου, σε συνέργεια με προβιοτικά, να προάγει την ανάπτυξη ευεργετικών εντερικών βακτηριακών στελεχών (Lactobacillus ή Bifidobacterium).
Δάση και χρήση
- Αντιικό
- Ανοσορυθμιστικό
- Αντιμυκητιακό
- Αντιβακτηριακό
- Αντιμολυσματικό
- Βελτιώνει και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα
- Συμβάλλει στην ανάπτηξη του καλού εντερικού οικοσυστήματος
- Ελαττώνει τον κίνδυνο ιώσεων
- Εμποδίζει την είσοδο του ιού στα κύτταρα